- μοσχοσφραγιστικός
- μοσχοσφραγιστικός, -ή, -όν (Α) [μοσχοσφραγιστής]1. αυτός που αναφέρεται στον μοσχοσφραγιστή2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοσχοσφραγιστικάβιβλία στα οποία περιγράφονταν το έργο και τα καθήκοντα τού μοσχοσφραγιστή.
Dictionary of Greek. 2013.